- χρυσoγόνος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. αυτός που παράγει χρυσό2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.) ο χρυσογόνος και το χρυσογόνοβοτ. ονομασία γένους φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο-γόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.